- συγκοίμηση
- η / συγκοίμησις, -ήσεως, ΝΑ [συγκοιμῶμαι]το να κοιμάται κανείς στο ίδιο κρεβάτι ή στο ίδιο δωμάτιο με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εύνημα — εὔνημα, τὸ (Α) [ευνώ] γάμος, συζυγία, συγκοίμηση … Dictionary of Greek
κοίμημα — κοίμημα, τὸ (Α) [κοιμώμαι] 1. το να κοιμάται κάποιος με άλλον, το πλάγιασμα 2. φρ. («κοιμήματά τ αὐτογέννητα» (για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η συγκοίμηση τής μητέρας με το τέκνο της (Σοφ.) … Dictionary of Greek
κοιτασία — κοιτασία, ἡ (AM) ερωτική μίξη, συνουσία, συνεύρεση, συγκοίμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοιτασ (πρβλ. κοιτάσ ω, μέλλ. τού κοιτάζω) + κατάλ. ία (πρβλ. δικασ ία, εικασ ία)] … Dictionary of Greek